Γράφει η Έλλη Δήμου,
Κατά συρροήν
δολοφόνος - ή Κατ' εξακολούθηση ανθρωποκτόνος ονομάζεται στην επιστήμη της
Εγκληματολογίας, ο εγκληματίας που έχει τελέσει τρεις ή περισσότερες
ανθρωποκτονίες με πρόθεση, σε ξεχωριστούς τόπους τέλεσης, σε διαφορετικές
χρονικές περιόδους. ( Βικιπαίδεια)
Οι πρώτοι κατά
συρροήν δολοφόνοι στην Ελλάδα, δεν ήτανε Έλληνες. Ήτανε δύο Γερμανοί, ο Χέρμαν Ντουφτ και ο Χανς Μπασενάουερ. Άφησαν
πίσω τους 6 νεκρούς και 1 βαριά τραυματισμένο, μέσα σε διάστημα 40 ημερών, στα
τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο Τύπος της εποχής, τους ονόμασε «κινούμενους
Χάρους» . Κοινός παρονομαστής των εγκλημάτων τους; Δεν υπήρχε αφορμή, για να
δολοφονήσουν!
Τα προφίλ των δραστών.
Χέρμαν Ντουφτ:
Γεννημένος το 1938,
από πολύ νωρίς μπλέχτηκε με την παρανομία. Η παραβατική του συμπεριφορά τον
οδήγησε, για μερικούς μήνες, στο αναμορφωτήριο. Γύρω στα 20 του, εντάχθηκε στη
Λεγεώνα των Ξένων και πολέμησε για περίπου 2 χρόνια στην Αλγερία. Διέθετε τα
χαρακτηριστικά του ηγέτη, ήταν αδίστακτος και κυνικός.
Χανς Μπασενάουερ:
Γεννημένος, επίσης, το
1938, ήταν αυτό που λέει ο λαός, υπεράνω υποψίας. Δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις
Γερμανικές Αρχές. Είχε την εικόνα ενός συνηθισμένου οικογενειάρχη, καθότι ήτανε
παντρεμένος με 3 παιδιά. Στη πορεία, φαίνεται, ότι αποτέλεσε τον ακόλουθο του
Ντουφτ.
Το χρονικό.
Το δίδυμο φτάνει στην Ελλάδα,
στις 17 Φεβρουαρίου του
1969. Ο λόγος του ερχομού τους ήτανε ένα προξενιό, που έγινε
στον Μπασενάουερ, από έναν Έλληνα, που αγνοούσε το γεγονός πως ο άνδρας ήτανε
παντρεμένος.
Η πρώτη κίνηση τους, φαίνεται,
πως ήτανε να επισκεφθούν το χωριό της κοπέλας ( Καίτη Μεντέ), στη Βοιωτία.
Παρουσιάστηκαν ως ευκατάστατοι εκπρόσωποι φαρμακευτικής εταιρίας. Η δεσποινίδα
γοητεύτηκε από τον Μπασενάουερ και εκείνος είχε βρει την κάλυψη τους. Δεν είναι
ξεκάθαρο, τι ακριβώς κάνανε τις υπόλοιπες 9
μέρες, που παρέμειναν την πρώτη τους φορά στην Ελλάδα. Γύρισαν στη
χώρα τους, να τακτοποιήσουν εκκρεμότητες με σκοπό όμως, να επανέλθουν.
Την 1η του
Μάρτη επέστρεψαν στη χώρα μας. Ταξίδεψαν με το αυτοκίνητο τους, ένα Mercedes. Λόγω του
υποτυπώδη ελέγχου, που γινότανε στα σύνορα, κατάφεραν να περάσουν τα όπλα τους. Μία καραμπίνα winchester μαχαιριά και διάφορα άλλα αντικείμενα, τα οποία
κρύβανε στο πορτ-μπαγκάζ. Φτάνοντας έτσι για 2η φορά στην Αθήνα.
Οι δράστες κάνανε "μεγάλη" ζωή στην πρωτεύουσα. Μένανε σε πολυτελή ξενοδοχεία, γλεντούσαν σε διάφορα
μαγαζιά. Εν ολίγοις ρίχτηκαν στην διασκέδαση. Δημιουργώντας, έτσι, ένα καλό
προφίλ στην πιάτσα. Γρήγορα όμως, τα πορτοφόλια τους άδειασαν. Τότε ήτανε, που
ξεκίνησε η αιματηρή τους διαδρομή.
Αποφασίζουν λοιπόν να δράσουν,
όπως και στην πατρίδα τους, ώστε να βρουν πόρους. Ληστείες!
Το έγκλημα στη Θήβα.
Έχοντας κλέψει ένα
αυτοκίνητο φτάνουν στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων, ξημερώματα της 6ης
Μαρτίου. Εντοπίζουν ένα βενζινάδικο και θέτουν σε δράση του
σχέδιο τους. Ο υπάλληλος που είχε βάρδια, Νίκος Καναρής (35 ετών), γεμίζει το
ρεζερβουάρ τους. Παράλληλα, παραδίπλα στεκόταν ένας φαντάρος, ο οποίος
υπηρετούσε στη Θήβα, ο Κωνσταντίνος
Κούλης (ετών 22, παντρεμένος με ένα παιδί, αναμένοντας το
δεύτερο), με σκοπό να κάνει οτοστόπ. Ο Ντουφτ απειλώντας τους με την
καραμπίνα, τους αναγκάζει να μπουν στο εσωτερικό του καταστήματος, ενώ ο
Μπασενάουερ άδειαζε την ταμειακή. Παίρνοντας τα λεφτά, ο Μπασενάουερ, γυρνάει
στο αυτοκίνητο. Ο Ντουφτ πυροβολεί εν ψυχρώ, τους δύο νέους και έπειτα τους
μαχαιρώνει.
Τέλος, ανακαλύπτει ένα δωμάτιο, στο οποίο κοιμότανε ο δεύτερος υπάλληλος, Αναστάσιος Γκιζίνος. Ο άνδρας ξυπνά και συνειδητοποίει, ότι κάποιος τον σημαδεύει. Αντιδρά αντανακλαστικά και κρύβεται. Ο Ντουφτ δε πτοήθηκε και τον μαχαίρωσε, αφού πρώτα τον είχε πυροβολήσει.
Επιστρέφει στο αυτοκίνητο και παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού, για την Αθήνα, πιστεύοντας, πως άφησαν πίσω 3 νεκρούς. Στην πραγματικότητα, όμως ήτανε δύο, διότι ο Γκιζίνης, παρά τα βαριά του τραύματα επιβίωσε.
Προσπάθησε να καλέσει βοήθεια μέσω τηλεφώνου, αλλά η κυρία στην απέναντι γραμμή θεώρησε, ότι πρόκειται για φάρσα. Τελικά, την αστυνομία κάλεσε ένας οδηγός φορτηγού, που σταμάτησε για βενζίνη.
Τέλος, ανακαλύπτει ένα δωμάτιο, στο οποίο κοιμότανε ο δεύτερος υπάλληλος, Αναστάσιος Γκιζίνος. Ο άνδρας ξυπνά και συνειδητοποίει, ότι κάποιος τον σημαδεύει. Αντιδρά αντανακλαστικά και κρύβεται. Ο Ντουφτ δε πτοήθηκε και τον μαχαίρωσε, αφού πρώτα τον είχε πυροβολήσει.
Επιστρέφει στο αυτοκίνητο και παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού, για την Αθήνα, πιστεύοντας, πως άφησαν πίσω 3 νεκρούς. Στην πραγματικότητα, όμως ήτανε δύο, διότι ο Γκιζίνης, παρά τα βαριά του τραύματα επιβίωσε.
Προσπάθησε να καλέσει βοήθεια μέσω τηλεφώνου, αλλά η κυρία στην απέναντι γραμμή θεώρησε, ότι πρόκειται για φάρσα. Τελικά, την αστυνομία κάλεσε ένας οδηγός φορτηγού, που σταμάτησε για βενζίνη.
Το έγκλημα στη Βούλα.
Οι δυο δράστες στοχοποιούν
μια βίλα, στην περιοχή της Βούλας.
Ιδιοκτήτης ήτανε ο Παντελής Αθηναίος( πλούσιος
Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας, ετών 50). Το βράδυ της 13ης Μαρτίου φτάνουν στο σπίτι και
παρατηρούν, πως το αυτοκίνητο του άνδρα λείπει. Παραβιάζουν ένα παράθυρο και
μπαίνουν μέσα.
Ψάχνοντας για χρήματα, δε βρίσκουν τίποτα. Τότε αποφασίζουν να κάτσουν να φάνε και να ξαπλώσουν , για να περιμένουν τον Αθηναίο να γυρίσει.
Πράγματι ο επιχειρηματίας, κάποια στιγμή επιστρέφει. Αυτό που δε γνώριζε, είναι πως πίσω από την πόρτα τον περίμενε ο Ντουφτ. Τον οδηγεί μέσα και του παίρνει, ότι λεφτά είχε πάνω του.
Ο Μπασενάουερ, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε λάβει μέρος σε δολοφονία, με ένα ρόπαλο, χτύπησε τον άτυχο άνδρα και τον σκότωσε.(Πιθανολογείται, πως προέβη στην πράξη αυτή, ύστερα από προτροπή του "ηγέτη" Ντουφτ).
Τον πέταξαν στην μπανιέρα και διέφυγαν ανενόχλητοι.
Ψάχνοντας για χρήματα, δε βρίσκουν τίποτα. Τότε αποφασίζουν να κάτσουν να φάνε και να ξαπλώσουν , για να περιμένουν τον Αθηναίο να γυρίσει.
Πράγματι ο επιχειρηματίας, κάποια στιγμή επιστρέφει. Αυτό που δε γνώριζε, είναι πως πίσω από την πόρτα τον περίμενε ο Ντουφτ. Τον οδηγεί μέσα και του παίρνει, ότι λεφτά είχε πάνω του.
Ο Μπασενάουερ, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε λάβει μέρος σε δολοφονία, με ένα ρόπαλο, χτύπησε τον άτυχο άνδρα και τον σκότωσε.(Πιθανολογείται, πως προέβη στην πράξη αυτή, ύστερα από προτροπή του "ηγέτη" Ντουφτ).
Τον πέταξαν στην μπανιέρα και διέφυγαν ανενόχλητοι.
Η Αστυνομία και η Χωροφυλακή.
Στην αντίπερα όχθη,
οι Αστυνομικοί και οι Χωροφύλακες, είχαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από
ειδεχθή εγκλήματα, τα οποία όμως δεν είχαν συνδέσει μεταξύ τους.
Αμέσως διέταξαν απόλυτη λογοκρισία του Τύπου. Κανένα στοιχείο των υποθέσεων, δεν επιτρεπόταν να δημοσιευθεί.
Στη βίλα τυχαία, εντοπίζουν αποτυπώματα, από έναν σεσημασμένο ληστή τον Χρήστο Ολλανδέζο. Ο πανικός, που διακατείχε τα σώματα ασφαλείας, για πιθανή αποτυχία, οδήγησαν στη χρήση γνωστών μεθόδων της εποχής ώστε ο Ολλανδέζος, να αναγκαστεί σε ομολογία.
Έπειτα από πολύ ξύλο, όχι μόνο ομολόγησε, κάτι που δεν είχε διαπράξει, αλλά έκανε και αναπαράσταση αυτού. Ωστόσο, η Αστυνομία βρισκότανε σε κόντρα με την Χωροφυλακή και για τον λόγο αυτό δεν είχε πειστεί, για την ενοχή του. Έτσι οι έρευνες συνεχίστηκαν ..
Αμέσως διέταξαν απόλυτη λογοκρισία του Τύπου. Κανένα στοιχείο των υποθέσεων, δεν επιτρεπόταν να δημοσιευθεί.
Στη βίλα τυχαία, εντοπίζουν αποτυπώματα, από έναν σεσημασμένο ληστή τον Χρήστο Ολλανδέζο. Ο πανικός, που διακατείχε τα σώματα ασφαλείας, για πιθανή αποτυχία, οδήγησαν στη χρήση γνωστών μεθόδων της εποχής ώστε ο Ολλανδέζος, να αναγκαστεί σε ομολογία.
Έπειτα από πολύ ξύλο, όχι μόνο ομολόγησε, κάτι που δεν είχε διαπράξει, αλλά έκανε και αναπαράσταση αυτού. Ωστόσο, η Αστυνομία βρισκότανε σε κόντρα με την Χωροφυλακή και για τον λόγο αυτό δεν είχε πειστεί, για την ενοχή του. Έτσι οι έρευνες συνεχίστηκαν ..
Στο μεσοδιάστημα οι
δολοφόνοι, πλέον, είχαν την αίσθηση, πως δε θα συλληφθούν ποτέ. Πέρα από το
γεγονός, ότι ήτανε αλλοδαποί και ήτανε δύσκολο να αναγνωριστούν, έτρεφαν μια
βαθιά υποτίμηση προς τις Ελληνικές Αρχές και τις ικανότητες τους.
Η
δολοφονία του ταξιτζή.
Στις 7 Απριλίου του ’69 ( Μεγάλη
Δευτέρα) παίρνουν ταξί από την περιοχή του Χίλτον με προορισμό τον Αστέρα της
Βουλιαγμένης. Σκοπός τους η ληστεία του
οδηγού, Γιάννη
Φραγκιαδάκη.
Προσεγγίζοντας το τέλος της διαδρομής, ο Μπασενάουερ βγάζει την καραμπίνα και ζητά από τον οδηγό, να αφήσει τον κεντρικό δρόμο και να οδηγήσει προς το δάσος.
Όταν πια, έχουν απομακρυνθεί, του ζητούν να σταματήσει. Τον βγάζουν έξω, τον ξαπλώνουν μπρούμυτα και αποφασίζουν να τον δολοφονήσουν με μαχαίρι. Ο Μπασενάουερ του καταφέρνει 2 μαχαιριές και τον σκοτώνει.
Ενώ ήταν ήδη νεκρός ο Ντουφτ, παίρνει το φονικό όπλο και τον μαχαιρώνει επανειλημμένα. Σε ηλικία 34 ετών ο Φραγκιαδάκης χάνει τη ζωή του, για πολύ μικρό χρηματικό πόσο, όπως και οι προηγούμενοι 3. Ατάραχοι για ακόμη μια φόρα, παίρνουν το ταξί και γυρίζουν στη βάση τους.
Προσεγγίζοντας το τέλος της διαδρομής, ο Μπασενάουερ βγάζει την καραμπίνα και ζητά από τον οδηγό, να αφήσει τον κεντρικό δρόμο και να οδηγήσει προς το δάσος.
Όταν πια, έχουν απομακρυνθεί, του ζητούν να σταματήσει. Τον βγάζουν έξω, τον ξαπλώνουν μπρούμυτα και αποφασίζουν να τον δολοφονήσουν με μαχαίρι. Ο Μπασενάουερ του καταφέρνει 2 μαχαιριές και τον σκοτώνει.
Ενώ ήταν ήδη νεκρός ο Ντουφτ, παίρνει το φονικό όπλο και τον μαχαιρώνει επανειλημμένα. Σε ηλικία 34 ετών ο Φραγκιαδάκης χάνει τη ζωή του, για πολύ μικρό χρηματικό πόσο, όπως και οι προηγούμενοι 3. Ατάραχοι για ακόμη μια φόρα, παίρνουν το ταξί και γυρίζουν στη βάση τους.
Η δολοφονία στη Μαλακάσα.
Δύο μέρες αργότερα, στις 9 Απριλίου (Μεγάλη
Τετάρτη) σχεδιάζουν να "χτυπήσουν" σε ένα βενζινάδικο.
Όταν ο υπάλληλος, Γιάννης Τσουτσάνης(ετών 42) γεμίζει το ρεζερβουάρ, ο Ντουφτ με την απειλή του μαχαιριού τον κρατά απασχολημένο, ενώ ο Μπασενάουερ άδειαζε το ταμείο. Ο τρομοκρατημένος άνδρας, πέφτει στα γόνατα, παρακαλώντας για τη ζωή του, με ότι ξένη λέξη γνωρίζει.
Φωνάζει «πίκολο- πίκολο», εννοώντας πως έχει μικρά παιδιά (piccolo στα Ιταλικά σημαίνει μικρός). Τίποτα, όμως, δε έμοιαζε να συγκινεί το δίδυμο. Τον μετέφεραν λίγο πιο εκεί και ο Μπασενάουερ τον μαχαιρώνει εις διπλούν. Εξαιτίας του ρουχισμού του υπαλλήλου, δε καταφέρνει να τον σκοτώσει και τότε ανέλαβε και τελείωσε τη δουλειά, ο αδίστακτος, Ντουφτ.
Όταν ο υπάλληλος, Γιάννης Τσουτσάνης(ετών 42) γεμίζει το ρεζερβουάρ, ο Ντουφτ με την απειλή του μαχαιριού τον κρατά απασχολημένο, ενώ ο Μπασενάουερ άδειαζε το ταμείο. Ο τρομοκρατημένος άνδρας, πέφτει στα γόνατα, παρακαλώντας για τη ζωή του, με ότι ξένη λέξη γνωρίζει.
Φωνάζει «πίκολο- πίκολο», εννοώντας πως έχει μικρά παιδιά (piccolo στα Ιταλικά σημαίνει μικρός). Τίποτα, όμως, δε έμοιαζε να συγκινεί το δίδυμο. Τον μετέφεραν λίγο πιο εκεί και ο Μπασενάουερ τον μαχαιρώνει εις διπλούν. Εξαιτίας του ρουχισμού του υπαλλήλου, δε καταφέρνει να τον σκοτώσει και τότε ανέλαβε και τελείωσε τη δουλειά, ο αδίστακτος, Ντουφτ.
Πλέον μετράνε 5 νεκρούς και 1 βαριά
τραυματία.
Η Αστυνομία, έχει να
διαχειριστεί 5 νεκρούς και 1 τραυματία, χωρίς όμως τους δράστες. Παρ’ όλα αυτά,
είχαν αρχίσει να ενώνουν τα κομμάτια και να παρατηρούν, πως τα στυγερά αυτά
εγκλήματα συνδέονται μέσω της Εθνικής Οδού. Έτσι οργανώνουν περιπολίες κατά μήκος
της.
Η αρχή του τέλους.
Οι «κινούμενοι Χάροι» αντιλαμβάνονται πια,
πως ο κλοιός αρχίζει να στενεύει. Για το λόγο αυτό, σκέφτονται να κινηθούν,
προς την Αρχαία Ολυμπία και να ληστέψουν τουρίστες, ώστε να αποπροσανατολίσουν
τις Αρχές.
Το σχέδιο τους ναυαγεί, όταν
ένα αντικείμενο, που έπεσε από προπορευόμενο φορτηγό, σπάει το φανάρι τους. Συνειδητοποιούν,
ότι ο φωτισμός τους δεν είναι αρκετός,για να συνεχίσουν σε μία άγνωστη
διαδρομή. Οπότε παίρνουν τον δρόμο προς τα πίσω.
Στον δρόμο τους
κινείται ένα BMW με γερμανικές πινακίδες. Ο
Ντουφτ σταματάει τον οδηγό, Γιώργο Παπαγεωργίου (ετών 40),
με το πρόσχημα της βλάβης στο αυτοκίνητο του.
Ισχυρίζεται πως κάποια δυσλειτουργία στα ηλεκτρολογικά, τους στέρησε τον φωτισμό. Ο Παπαγεωργίου, ο οποίος γύρισε στην Ελλάδα για να περάσει το Πάσχα με την γυναικά και το νεογέννητο παιδί του, προθυμοποιείται να βοηθήσει.
Δε μπορούσε, εκείνη τη στιγμή να φανταστεί, ότι βοηθάει τους δολοφόνους του. Τη στιγμή, που σκύβει κάτω από το αυτοκίνητο ο Μπασενάουερ -με πρωτοβουλία του-τον σκοτώνει και παίρνει τα λεφτά του.
Τον παρατάνε στην άκρη του δρόμου, επιβιβάζεται ο ένας στο δικό τους αυτοκίνητο και ο άλλος στου θύματος και γυρνάνε στην Αθήνα, συγκεκριμένα στο Χαϊδάρι. Στο μέρος αυτό θα αφήσουν το δικό τους αυτοκίνητο ( Mercedes) και θα συνεχίσουν να κινούνται με το BMW.
Ισχυρίζεται πως κάποια δυσλειτουργία στα ηλεκτρολογικά, τους στέρησε τον φωτισμό. Ο Παπαγεωργίου, ο οποίος γύρισε στην Ελλάδα για να περάσει το Πάσχα με την γυναικά και το νεογέννητο παιδί του, προθυμοποιείται να βοηθήσει.
Δε μπορούσε, εκείνη τη στιγμή να φανταστεί, ότι βοηθάει τους δολοφόνους του. Τη στιγμή, που σκύβει κάτω από το αυτοκίνητο ο Μπασενάουερ -με πρωτοβουλία του-τον σκοτώνει και παίρνει τα λεφτά του.
Τον παρατάνε στην άκρη του δρόμου, επιβιβάζεται ο ένας στο δικό τους αυτοκίνητο και ο άλλος στου θύματος και γυρνάνε στην Αθήνα, συγκεκριμένα στο Χαϊδάρι. Στο μέρος αυτό θα αφήσουν το δικό τους αυτοκίνητο ( Mercedes) και θα συνεχίσουν να κινούνται με το BMW.
To
παρατημένο Mercedes
κινεί υποψίες.
Ο Παναγιώτης Ταμπουράκης, το πρωί της
11ης Απριλίου(Μεγάλη
Παρασκευή), πηγαίνει να επισκεφθεί τη μητέρα του στο Χαϊδάρι. Έξω από το σπίτι
παρατηρεί το πολυτελές αυτοκίνητο. Όταν ρωτάει τη μητέρα του «τίνος είναι;» και εκείνη του απαντά πως δε γνωρίζει, γυρίζει
πίσω να το περιεργαστεί.
Ένα τόσο καλό αυτοκίνητο, δεν ήτανε συνηθισμένο, εκείνη την εποχή.
Καθώς το κοιτάει προσεκτικά, το μάτι του πέφτει στο σπασμένο φανάρι και σε κάτι διάσπαρτες κηλίδες αίματος. Συνειδητοποιεί, πως κάτι δε πηγαίνει καλά και καλεί την αστυνομία. Την ίδια άποψη είχανε και οι Αστυνομικοί και Χωροφύλακες, που φτάσανε στο σημείο. Έτσι αποφάσισαν να περιπολούν το όχημα, μέχρι να γυρίσει ο ιδιοκτήτης του.
Ένα τόσο καλό αυτοκίνητο, δεν ήτανε συνηθισμένο, εκείνη την εποχή.
Καθώς το κοιτάει προσεκτικά, το μάτι του πέφτει στο σπασμένο φανάρι και σε κάτι διάσπαρτες κηλίδες αίματος. Συνειδητοποιεί, πως κάτι δε πηγαίνει καλά και καλεί την αστυνομία. Την ίδια άποψη είχανε και οι Αστυνομικοί και Χωροφύλακες, που φτάσανε στο σημείο. Έτσι αποφάσισαν να περιπολούν το όχημα, μέχρι να γυρίσει ο ιδιοκτήτης του.
Η στιγμή της σύλληψης.
Πράγματι οι Γερμανοί , στις 12 Απριλίου ( Μεγάλο
Σάββατο), γυρνάνε στο Χαϊδάρι και βλέπουν
τον Χωροφύλακα, να περιφρουρεί το όχημα. Παρ ‘ όλα αυτά δε φεύγουν αλλά
σχεδιάζουν τη δολοφονία του. Ο Ντουφτ,
δασκαλεύει τον Μπασενάουερ: «Θα πάω να πάρω το αυτοκίνητο. Αν προσπαθήσει να με
συλλάβει, θα έρθεις και θα τον σκοτώσεις».
Ο Ντουφτ κατευθύνεται προς το Mercedes. Προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Χωροφύλακα και με μεγάλη δυσκολία, ακολουθεί ο εξής διάλογος, σε μια μίξη αγγλικών-γερμανικών :
Ο Ντουφτ κατευθύνεται προς το Mercedes. Προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Χωροφύλακα και με μεγάλη δυσκολία, ακολουθεί ο εξής διάλογος, σε μια μίξη αγγλικών-γερμανικών :
-Χωροφύλακας: «Από που ήρθες;»
-Ντουφτ: «Από Φρανκφούρτη, πριν 3 μήνες»
-Χωροφύλακας: «Ποιος ο σκοπός της άφιξης σου στην Ελλάδα;»
-Ντουφτ: «Τουρίστας»
Ο χωροφύλακας,
αποφασίζει την προσαγωγή του Ντουφτ.
Παρά το γεγονός, ότι
πια έχουν βρει τα όπλα στο πορτ-μπαγκάζ , ο Ντουφτ, εξακολουθεί σθεναρά να
αρνείται την εμπλοκή του στα εγκλήματα. Δηλώνει , μάλιστα, ότι έχει ραντεβού με
έναν φίλο, στο ξενοδοχείο.
Οι Αρχές, πηγαίνουν να ελέγξουν τον ισχυρισμό του και φυσικά δε βρίσκουν κανένα φίλο να τον περιμένει. Από τα ονόματα των πελατών στη ρεσεψιόν όμως, ανακαλύπτουν την ύπαρξη του Μπασενάουερ, τον οποίον δεν άργησαν να εντοπίσουν.
Όταν τον βρήκαν ισχυρίστηκαν, ότι ο φίλος του είχε ήδη ομολογήσει και πως πρέπει να τα πει και αυτός. Ο Μπασενάουερ, έπεσε στην παγίδα και ομολόγησε τα πάντα, μέχρι και τον τελευταίο τους φόνο, τον οποίο η αστυνομία δε γνώριζε ως τότε.
Οι Αρχές, πηγαίνουν να ελέγξουν τον ισχυρισμό του και φυσικά δε βρίσκουν κανένα φίλο να τον περιμένει. Από τα ονόματα των πελατών στη ρεσεψιόν όμως, ανακαλύπτουν την ύπαρξη του Μπασενάουερ, τον οποίον δεν άργησαν να εντοπίσουν.
Όταν τον βρήκαν ισχυρίστηκαν, ότι ο φίλος του είχε ήδη ομολογήσει και πως πρέπει να τα πει και αυτός. Ο Μπασενάουερ, έπεσε στην παγίδα και ομολόγησε τα πάντα, μέχρι και τον τελευταίο τους φόνο, τον οποίο η αστυνομία δε γνώριζε ως τότε.
Η δίκη.
Η δίκη τους ορίστηκε στις 21 Ιουλίου, του ίδιου
έτους. Μόλις 3 μήνες μετά τη σύλληψη τους. Γεγονός, που προκάλεσε αίσθηση. Η
κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, ήθελε να αποδείξει, πως είναι ικανή να πατάξει
το έγκλημα. Για αυτό, δεν υπέκυψε και στις πιέσεις των Γερμανών, να εκδοθούν και να δικαστούν οι κατηγορούμενοι, στην
πατρίδα τους.
Το κλίμα στη δικαστική αίθουσα
ήτανε βαρύ. Στις πρώτες σειρές καθόντουσαν οι χήρες των θυμάτων, με τις
οικογένειες τους. Κλάματα, φωνές, κατάρες ηχούσαν μέσα στην αίθουσα.
Σε αντίθεση με την υπεράσπιση τους, που κάνεις δε δεχόταν να αναλάβει και ορίστηκε τελικά, από το δικαστήριο, μάρτυρες κατηγορίας προσήλθαν πολλοί.
Ένας εξ αυτών και το θύμα που επιβίωσε, ο Αναστάσιος Γκιζίνος. Ο μάρτυς, δε δίστασε, σε ένα ξέσπασμα, να σηκώσει το πουκάμισο και να δείξει τα τραύματα του.
Σε αντίθεση με την υπεράσπιση τους, που κάνεις δε δεχόταν να αναλάβει και ορίστηκε τελικά, από το δικαστήριο, μάρτυρες κατηγορίας προσήλθαν πολλοί.
Ένας εξ αυτών και το θύμα που επιβίωσε, ο Αναστάσιος Γκιζίνος. Ο μάρτυς, δε δίστασε, σε ένα ξέσπασμα, να σηκώσει το πουκάμισο και να δείξει τα τραύματα του.
Καθ’ όλη τη διάρκεια ο Ντουφτ
παρέμενε σκληρός. Αραιά και που χαμογελούσε και ομολογούσε -με κυνικότητα-τα
αποτρόπαια εγκλήματα τους. Από την άλλη ο Μπασενάουερ, έμενε σιωπηλός.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να απαλλάξει τον Μπασενάουερ παρουσιάζοντας τον, ως υποχείριο και
ακόλουθο του Ντουφτ.
Αυτό, βέβαια, δε κατέστη δυνατό.
Αυτό, βέβαια, δε κατέστη δυνατό.
Λέγεται, πως σε ένα διάλειμμά της δίκης, ο
Ντουφτ επιχείρησε να αποδράσει,
όμως δε τα κατάφερε.
Μόλις τρία 24ωρα, μετά την έναρξη της δίκης, βγήκε η απόφαση. Ο πρόεδρος ανεβαίνει στην έδρα του και φωνάζει δυνατά, κουνώντας με μανία τα χέρια του αρκετές φορές: «Πεντάκις εις θάνατον».
Μόλις τρία 24ωρα, μετά την έναρξη της δίκης, βγήκε η απόφαση. Ο πρόεδρος ανεβαίνει στην έδρα του και φωνάζει δυνατά, κουνώντας με μανία τα χέρια του αρκετές φορές: «Πεντάκις εις θάνατον».
Ντουφτ και
Μπασενάουερ δε ξανά συναντήθηκαν.
Ο πρώτος μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα και ο
δεύτερος στην Αίγινα.
Πέντε μήνες αργότερα τους ανακοινώθηκε η ακριβής ημερομηνία εκτέλεσης τους: 16 Δεκεμβρίου του
1969. Εκτελέστηκαν, σχεδόν, την ίδια ώρα.
Ο Μπασενάουερ εκτελέστηκε με μάτια δεμένα και κλαίγοντας με λυγμούς
Ο Μπασενάουερ εκτελέστηκε με μάτια δεμένα και κλαίγοντας με λυγμούς
Ο Ντουφτ ζήτησε, να μη του
δέσουν τα μάτια. Ρώτησε, αν το πτώμα του θα μεταφερθεί μετά στη Γερμανία. Η
τελευταία του φράση ήτανε στα Ελληνικά: «Γεια σας».
Αυτοί ήτανε οι τίτλοι τέλους, στη ζωή των πρώτων κατά συρροήν δολοφόνων στην Ελλάδα,έχοντας αφήσει πίσω τους 6 νεκρούς και 1 τραυματία.
Ποτέ δε μπόρεσαν οι Αρχές να καταλάβουν, γιατί διέπραξαν τους φόνους, ενώ μπορούσαν απλά, να πάρουν να τα λεφτά και να διαφύγουν. Κανένας δεν αντιστάθηκε ή δεν τους απείλησε, ώστε να τους δώσει την αφορμή.
Ορισμένοι, από τους φόνους, ήτανε μάλιστα, εξαιρετικά μανιασμένοι. Υπάρχει, άραγε, λογική εξήγηση στις πράξεις ενός κατά συρροήν δολοφόνου;
Πηγή φωτογραφιών: Google Images
Σχόλια