Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έξι επαγγέλματα που χάθηκαν μέσα στο χρόνο.

                                                                                                                             


Γράφει η Έλλη Δήμου,                                                                                                                        



  Λατερνατζής.                                                                                             

                                                                                         


«Ο μαέστρος ο χειροκίνητος», όπως αποκαλούσε ο Μίμης Φωτόπουλος (Πετράκης) τον Βασίλη Αυλωνίτη (Παυλάρας) , στην ελληνική ταινία, του 1955, «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο».
 Είναι ένα από τα επαγγέλματα, που χάθηκε μέσα στο χρόνο, μαζί με την αίγλη της εποχής του.

Η λατέρνα χρειάζεται περίπου 800 ώρες για να φτιαχτεί και 7.000 καρφιά, για τα μόλις 9 τραγούδια, που μπορεί να παίξει. Ο μοχλός, που με ρυθμό γυρνάει ο μαέστρος συνδέεται με έναν κύλινδρο. Αυτός έχει πάνω του όλα τα καρφιά. Απέναντι ήταν τοποθετημένα, στη σειρά, διαφόρων ειδών και μεγεθών μεταλλικά ελάσματα. Γυρνώντας, λοιπόν τον κύλινδρο, τα καρφιά χτυπούσαν τα ελάσματα και απέδιδαν ήχο. Άρα ο λατερνατζής, έπρεπε να έχει ‘’μουσικό αυτί’’  και να συνδυάζει κίνηση με ήχο.

Αυτό το σύστημα κρυβότανε μέσα στη λατέρνα. Απ’ έξω ήταν πάντα στολισμένη με γαρύφαλλα, φωτογραφίες, αφίσες, ότι ήθελε ο καθένας.

«Στην πλάτη τη λατέρνα και στο χέρι το τρίποδο».
 Τις περισσότερες φορές, ήτανε δύο οι λατερνατζήδες. Ο ένας την κουβαλούσε στους ώμους, ο άλλος έπαιζε μουσική και πολλές φορές και οι δυο μαζί τραγουδούσαν παράλληλα . Τους έβρισκες σε πανηγύρια, σε ταβερνάκια, στο πεζοδρόμιο, στο δρόμο, πάντα σε κίνηση. Φυσικά το εισόδημα τους, όπως και όλων των πλανόδιων μουσικών, δεν ήτανε σταθερό, ούτε σίγουρο. Ο κόσμος, άφηνε κάποιο μικρό ποσό, περνώντας από μπροστά ή όταν ήθελε να ακούσει μουσική.

Παρ’ όλα αυτά, οι μαέστροι είχανε τη λατέρνα σα παιδί τους. Μαζί της περνούσανε τις δυσκολίες και τις χαρές, με εκείνη μεγάλωσαν τα παιδιά τους και φρόντισαν την οικογένεια τους.
Κατά τη δικτατορία του Μεταξά η χρήση της διώχθηκε, ως μια από τις δραστηριότητες του υποκόσμου. Με τα χρόνια το επάγγελμα άρχισε να φθίνει, ώσπου παραγκωνίστηκε τελείως, από το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο. 


  Ευθυγραμμιστής κορινών μπόουλινγκ.

                                                                                                                

Ή αλλιώς «pinsetters» ήταν νεαρά αγόρια που ευθυγράμμιζαν τις πεσμένες κορίνες στους διαδρόμους του μπόουλινγκ στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα παιδιά εργάζονταν μέχρι τα μεσάνυχτα ή και αργότερα και η θέση ήταν μάλιστα αξιοζήλευτη σε όρους παιδικής εργασίας, όταν οι εναλλακτικές δηλαδή ήταν εφημεριδοπώλης και λούστρος...


Νερουλάς.

                                                                                                             

Ο νερουλάς, ήταν πλανόδιος πωλητής νερού. Το επάγγελμα αυτό, άνθισε, κυρίως στην Αθήνα , όπου δεν υπήρχε σύστημα ύδρευσης , υπήρχαν λίγες βρύσες και πηγάδια, τα όποια όμως δε κάλυπταν τις ανάγκες της πόλης.
Τα πρώτα χρόνια ο νερουλάς κουβαλούσε το νερό, στα χέρια, μέσα σε τενεκέδες ή πήλινα δοχεία. Αργότερα πάνω σε γαϊδούρια, έπειτα σε αυτοσχέδιες δεξαμενές πάνω σε κάρα και προς το τέλος πάνω σε τρίκυκλες μοτοσικλέτες.

Μετέφεραν νερό από τον Υμηττό, από πηγές και λίμνες (νερό κυρίως για το πλύσιμο) ή από τις κοινόχρηστες βρύσες. Ένα βυτίο χωρούσε περίπου 512 λίτρα νερού. Για ένα δοχείο νερού, ο νερουλάς έπαιρνε, 1 δεκάρα.

Το επάγγελμα ήταν απαραίτητο μέχρι το 1930, όπου και ιδρύθηκε η εταιρία ύδρευσης ΟΥΛΕΝ  και για πολύ λίγες  περιοχές μέχρι το 1960.

Ο πιο γνωστός νερουλάς της Ελλάδας ήταν ο  Ολυμπιονίκης, Σπύρος Λούης.


   Ανθρώπινο ξυπνητήρι.

                                                                                                               


Λίγο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, σε συνοικίες όπου έμεναν εργάτες και ειδικά σε Βρετανία και Ιρλανδία, έκανε την εμφάνιση του, ένα νέο επάγγελμα. Οι ξυπνηταράδες ή στα αγγλικά «knocker-uppers». Οι εργάτες, έπρεπε να είναι σίγουροι, ότι θα είναι στο εργοστάσιο στην ώρα τους. Έτσι προσελάμβαναν ανθρώπους για να τους ξυπνάνε.

 Οι knocker-uppers κάνανε τα πάντα για να το καταφέρουν. Χτυπούσαν πόρτες και παράθυρα. Χρησιμοποιούσαν από κορδόνια μέχρι φυσοκάλαμα. Εάν τα παράθυρα ήτανε ψηλά, πετούσανε μπιζέλια ή φασόλια. Είχανε για εργαλείο, μέχρι κοντάρια και μαλακά σφυριά.

Παρά το γεγονός, ότι το ξυπνητήρι κυκλοφορούσε στην Ευρώπη  από το 1847, δεν είχε διαδοθεί. Φυσικά  στο πρώιμο στάδιο, το οποίο βρισκότανε, δε μπορούσε να συγκριθεί με τους ξυπνηταράδες, που δε σταματούσαν, εάν δε διαβεβαιωνόντουσαν, πως ο πελάτης ξύπνησε.

Τη δουλεία αυτή κάνανε κυρίως συνταξιούχοι και αστυνομικοί, που το ξημέρωμα τους έβρισκε στην περιπολία.

Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, εξελίχθηκε και η βιομηχανία του ξυπνητηριού, έτσι ακόμα ένα επάγγελμα, έσβησε!


Φανοκόρος

                                                                             



Γύρω στο 1900 στην Αθήνα, έκαναν την εμφάνιση τους, σε κεντρικά σημεία, τα πρώτα φανάρια φωτισμού, που δούλευαν με γκάζι. Αυτά, ανελάμβαναν να ανάβουν και να σβήνουν οι φανοκόροι. Μέχρι την έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος …..


    Λούστρος.

                                                                                                    


Στην Ελλάδα του ’50 και το ’60, όπου οι χωματόδρομοι κυριαρχούσαν, το επάγγελμα του λούστρου, έκανε την εμφάνιση του.

Είτε πλανόδιοι, είτε καθισμένοι σε κάποιο στρατηγικό σημείο, κυρίως μικρά παιδιά και νεαροί άντρες, γυάλιζαν και βερνίκωναν τα παπούτσια των περαστικών, με το κεφάλι πάντα χαμηλά. Οι λούστροι δε χαίρανε εκτίμησης, ήταν υποτιμητικό, την εποχή εκείνη.

Κουβαλούσαν το κασελάκι τους με τα απαραίτητα μέσα και περίμεναν κάποιον περαστικό να απλώσει το πόδι  του.

Ποιος δεν έχει συγκινηθεί με την ταινία «Λουστράκος», όπου ο Βασίλης Καΐλας, υποδύθηκε τον μικρό Βασιλάκη, λουστράκο της εποχής   και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ τον μεγάλο πια Βασίλη, που θέλει να σπουδάσει και εξακολουθεί να δουλεύει ως λούστρος;

Με την ασφαλτόστρωση των δρόμων και αυτό το επάγγελμα, χάθηκε..


πηγή φωτογραφιών: Google Images

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γιάννης Αγγελάκας: Η ροκ περσόνα της Ελληνικής Μουσικής Σκηνής

  thessalonikiguide.gr                                                                                                         Ατόφιες οι σκέψεις του, γίνονταν λέξεις και άφοβα ξεπετάγονταν από τα χείλη του, κάθε φορά που αποφάσιζε να μιλήσει. Έχει σημασία αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του; Πόσο εύκολο είναι να αντισταθείς στην καθαρή και ατόφια ειλικρίνεια κάποιου; "Μουσικά ανορθόγραφος" μιας και δε ξέρει να διαβάζει ούτε πεντάγραμμο- σύμφωνα με τον ίδιο-   αλλά και αυτοδίδακτος, πιστεύει βαθιά πως: «Όση σχέση έχει η εκκλησία με τη θρησκεία, τόση έχουν και τα ωδεία με την μουσική…». Θα έλεγε κανείς πως είναι ενάντια σε κάθε είδους πολιτικής, θρησκείας, εξουσίας. Είναι ένα είδος αναρχικού, έχει δηλώσει. Ο μόνος κυρίαρχος… η μεγάλη και μοναδική θρησκεία – είναι για εκείνον- η μουσική. «Τη μουσική σου πρέπει να την τιμάς με την ηθική σου και την στάση σου» , είπε κάποτε, σε μια προσπάθεια, να εξηγήσει πως επιβάλλεται- κατά την γνώμη του- στο κοινό το "ελαφρύ&

Γεωργία Βασιλειάδου: Τέσσερις εμβληματικές ταινίες της καριέρας της

Γράφει η Παναγιώτα Απέργη, Έχοντας μείνει γνωστή για τους πολύ χαρακτηριστικούς ρόλους που έχει ενσαρκώσει, η Γεωργία Βασιλειάδου υπήρξε μια από τις πιο αγαπημένες κωμικές ηθοποιούς, η οποία σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο με το αστείρευτο ταλέντο της. Άλλοτε Μαρίνα, άλλοτε Ευτυχία, άλλοτε Καλλιόπη κι άλλοτε Αριστέα, η Γεωργία Βασιλειάδου προκαλούσε, πάντα, άφθονο γέλιο στους θεατές με τις μνημειώδεις ατάκες της. Ας θυμηθούμε τέσσερις από τις πιο χαρακτηριστικές της εμφανίσεις που άφησαν εποχή. «Η θεία απ’το Σικάγο» Με την επιστροφή της από τις Η.Π.Α. η Καλλιόπη (Γεωργία Βασιλειάδου) αναλαμβάνει να εκσυγχρονίσει το σπίτι του αυστηρού απόστρατου αξιωματικού αδελφού της, Χαρίλαου, (Ορέστης Μακρής) και να παντρέψει τις ανιψιές της, χάρη σε ένα ευφάνταστο, αν και ριψοκίνδυνο, τέχνασμα. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1957 και σημείωσε σχεδόν αμέσως μεγάλη επιτυχία. Το σενάριο και τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Αλέκος Σακελλάριος και η ταινία προέ

Καίτη Πάνου: Η «φινετσάτη» ντάμα του Ελληνικού Κινηματογράφου

Γράφει η Έλλη Δήμου, Από «ενζενί» (ηθοποιός που παίζει τον ρόλο της απλοϊκής και αθώας νέας) σε «φινετσάτη» ντάμα η Καίτη Πάνου άφησε το δικό της στίγμα, στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Γεννημένη στις 28 Αυγούστου του 1927 , ήρθε στην Ελλάδα πολύ μικρή , από τον Πύργο Βουλγαρίας. Όντας σε τρυφερή ακόμη   ηλικία, είχε καταλάβει ποιο επάγγελμα αγαπούσε. Συμμετείχε σε σχολικές παραστάσεις και εμφανίστηκε στο παιδικό θέατρο της Αντιγόνης Μεταξά.   Έφερε τον τίτλο του «παιδιού θαύματος». Η επίσημη πρώτη στον Κινηματογράφο για την Πάνου, έγινε σε ηλικία 16 ετών- το 1943 - στην ταινία «Η φωνή της καρδιάς» . Η «πρώτη της φορά» συν έπεσε με την –επίσης- παρθενική εμφάνιση του Δημήτρη Χόρν αλλά και της «Φίνος Φίλμ». Η ταινία «Η φωνή της καρδιάς» είναι η πρώτη της «Φίνος Φίλμ. Ωστόσο αποτελεί συμπαραγωγή με τον Γιώργο Καβουκίδη. Φημολογείται πως ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του έργου-Δημήτρης Ιωαννόπουλος- είχε ερωτευτεί τη νεαρή ηθοποιό και παραλίγο να